παράλυτος

παράλυτος
η , ο[ν] 1. парализованный;

καθιστώ παράλυτο — парализовать;

2. (ο ) паралитик

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "παράλυτος" в других словарях:

  • παράλυτος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράλυτος — η, ο / παράλυτος, ον, ΝΜΑ [παραλύω] 1. αυτός που πάσχει από παράλυση, που έχει πάθει μερική ή γενική παράλυση 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο παράλυτος και η παράλυτη άτομο που πάσχει από παράλυση, ο παραλυτικός 3. φρ. «Κυριακή τού Παραλύτου»… …   Dictionary of Greek

  • παράλυτος — η, ο άνθρωπος που έπαθε παράλυση, ακινησία των μυών, παραλυτικός: Μόνη συντηρεί το σπίτι της, γιατί ο άντρας της είναι χρόνια παράλυτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παράλυτον — παράλυτος masc/fem acc sg παράλυτος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλύτοις — παράλυτος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλύτου — παράλυτος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλύτους — παράλυτος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλύτῳ — παράλυτος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράλυτε — παράλυτος masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράλυτοι — παράλυτος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απόπληκτος — ἀπόπληκτος, ον (Α) [αποπλήσω] 1. αυτός που έχει προσβληθεί από αποπληξία, παράλυτος, ανάπηρος 2. εμβρόντητος 3. ανόητος 4. φρ. «ἀπόπληκτος τὰς γνάθους» άλαλος, μουγγός 5. «ἀπόπληκτοι» νόσοι που προκαλούν αποπληξία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»